ἀναθρῴσκω

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰθρῴσκω Medium diacritics: ἀναθρῴσκω Low diacritics: αναθρώσκω Capitals: ΑΝΑΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: anathrṓiskō Transliteration B: anathrōskō Transliteration C: anathrosko Beta Code: a)naqrw/|skw

English (LSJ)

poet. and Ion. ἀνθρ-: aor. 2 -θορεῖν X.Lac.2.3: aor. 1 subj. ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293:—spring up, ὕψι δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140; of blood, Emp.100.8; of men, ὃς δ' ἀμβώσας μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18, cf. AP9.774 (Glauc.); ἀναθρῴσκει ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. imperat. ἄνθρωσκε S.Fr.422; aor. rad. ind. ἀνέθορον E.Or.1416, inf. ἀναθορεῖν X.Lac.2.3; aor. sigmático subj. ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293]
I 1saltar, brincar ὕψι δ' ἀναθρώσκων πέτεται Il.13.140, cf. S.l.c., X.Lac.2.3, AP 9.774 (Glauc.), Philostr.Im.2.11
saltar, dar un salto sobre ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64, ἐπὶ τὴν στρωμνήν Ael.NA 6.62, ἐπί τινα λόφον ὑψηλόν Ael.NA 13.14
c. ac. μαρμαρυγαί, αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος, ἠέρ' ἀναθρῴσκουσι Euph.81.10
levantarse de un salto esp. de la cama tras despertar de un sueño μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18, cf. Procop.Goth.2.20.29, X.Eph.2.8.2
en gener., Luc.Prom.Es.4, Nonn.D.19.69
saltar fuera de c. gen. ἀνθίαι ... θαλάσσης Opp.H.3.293, ὑψορόφων ἀπέδιλος ... μελάθρων Nonn.D.8.18, de Lázaro ἀχλυόεντος ... βερέθρου Nonn.Par.Eu.Io.11.45.
2 fig. elevarse, ascender πρὸς τὸν πατέρα de Cristo, Cyr.Al.M.69.476C.
3 hacer brotar μελίλωτον PMag.4.942.
II saltar o retirarse hacia atrás de la sangre en la teoría sobre la respiración y circulación, Emp.B 100.8, ἀνὰ δὲ δρομάδες ἔθορον ... Φρύγες se retiraron los frigios dando saltos E.Or.1416, αὐτόματοι θυρέων ὑπόειξαν ὀχῆες ... ἄψορροι ἀναθρῴσκοντες por sí solos cedían los cerrojos ... saltando hacia atrás A.R.4.42.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀνέθορον;
s'élancer, bondir.
Étymologie: ἀνά, θρῴσκω.

Greek Monotonic

ἀναθρῴσκω: ποιητ. και Ιων. ἀν-θρῴσκω· αόρ. βʹ -έθορον· αναπηδώ, εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθρῴσκω: (тж. -θρω-), ион. тж. ἀνθρῴσκω (aor. 2 ἀνέθορον)
1) подпрыгивать, подскакивать (ὀλοοίτροχος ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὶ ἀναθορεῖν Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.): ἀμβώσας ἀναθρῴσκει Her. вскрикнув, он подскочил;
2) вскакивать (ἐπὶ τὸν ἵππον Her.);
3) бросаться, устремляться (αἷμα ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.): ἀναθορὼν ἀπήντησε (αὐτῷ) Plut. он бросился ему навстречу.