ἀνθεινός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν, = ἀνθινός, D.S.4.4, Ael.NA2.11.
Spanish (DGE)
v. ἄνθινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεινός: -ή, -όν, = ἀνθινός, Διόδ. 4. 4, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀνθινός.
Greek Monolingual
ἀνθεινός, -ή, -όν (Α)
ανθινός, άνθινος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεινός: Diod. = ἄνθινος.