ἁρματηλασία
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ἡ, chariot-driving, X.Cyr.6.1.27, Luc.Dem. Enc.23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
uso o conducción del carro τὴν Κυρηναίων ... ἁρματηλασίαν κατέλυσε abolió el modo cirenaico de conducir el carro X.Cyr.6.1.27, cf. Luc.Dem.Enc.23, ὥσπερ ἐν ἁρματηλασίαις Aristid.Or.46.31, cf. D.C.72.10.2, 73.5.5.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, die Art, den Wagen (Streitwagen) zu fahren, τῶν Κυρηναίων Xen. Cyr. 6, 1, 27; Luc. Dem. enc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματηλᾰσία: ἡ, τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 27, Λουκ. Δημοσθ. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de conduire un char.
Étymologie: ἁρματηλάτης.
Greek Monolingual
ἁρματηλασία, η (Α) αρματηλάτης
η οδήγηση άρματος.
Greek Monotonic
ἁρματηλᾰσία: ἡ, οδήγηση άρματος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτηλᾰσία: ἡ управление колесницей, езда в колеснице Xen., Luc.
Middle Liddell
[from ἁρματηλάτης
chariot-driving, Xen.