ἄκαρτος

From LSJ
Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαρτος Medium diacritics: ἄκαρτος Low diacritics: άκαρτος Capitals: ΑΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: ákartos Transliteration B: akartos Transliteration C: akartos Beta Code: a)/kartos

English (LSJ)

ον, (κείρω) unshaven, πώγωνες Ath.5.211e; ἀνθρωπάρια Ps.-Callisth.3.8.

Spanish (DGE)

-ον no afeitado πώγωνες Ath.211e, Gloss.3.329.

German (Pape)

[Seite 69] ungeschoren, πώγων Ath. V, 211 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαρτος: -ον, (κείρω) μὴ κεκαρμένος, ἀκούρευτος, Ἀθήν. 211Ε.

Greek Monolingual

ἄκαρτος, -ον (Α)
ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»].