ἄψυκτος

From LSJ
Revision as of 16:28, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψυκτος Medium diacritics: ἄψυκτος Low diacritics: άψυκτος Capitals: ΑΨΥΚΤΟΣ
Transliteration A: ápsyktos Transliteration B: apsyktos Transliteration C: apsyktos Beta Code: a)/yuktos

English (LSJ)

ον, not capable of being cooled, Pl.Phd. 106a.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): lat. apsyctos Plin.HN 37.148
1 que no se puede enfriar subst. τὸ ἄ. Pl.Phd.106a.
2 subst. mineral. ἡ ἄ. n. de un tipo de lignito Plin.l.c.

German (Pape)

[Seite 421] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἄψυκτος: -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, ὁπότε ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut être rafraîchi ou refroidi.
Étymologie: , ψύχω.

Greek Monolingual

και άψυχτος, -η, -ο (Α ἄψυκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί.

Greek Monotonic

ἄψυκτος: -ον (ψύχω), αυτός που δεν είναι ικανός να παγώσει, μη ψυχόμενος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄψυκτος: не охлаждающийся, не остывающий Plat.

Middle Liddell

ψύχω
not capable of being cooled, Plat.