στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: Μαιμακτήρ | Medium diacritics: Μαιμακτήρ | Low diacritics: Μαιμακτήρ | Capitals: ΜΑΙΜΑΚΤΗΡ |
Transliteration A: Maimaktḗr | Transliteration B: Maimaktēr | Transliteration C: Maimaktir | Beta Code: *maimakth/r |
Μαιμακτῆρος, ὁ, prop. = Μαιμάκτης: as name of month at Phocaea, Inscr.Prien.64 (ii B. C.).
Μαιμακτήρ, -ῆρος και Μαιμάκτης, ὁ (Α)
ονομασία μήνα στη Φώκαια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μαιμάσσω «λαχταρώ, μαίνομαι, προκαλώ τρόμο» + επίθημα -τήρ].