Μαιμακτήρ

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαιμακτήρ Medium diacritics: Μαιμακτήρ Low diacritics: Μαιμακτήρ Capitals: ΜΑΙΜΑΚΤΗΡ
Transliteration A: Maimaktḗr Transliteration B: Maimaktēr Transliteration C: Maimaktir Beta Code: *maimakth/r

English (LSJ)

Μαιμακτῆρος, ὁ, prop. = Μαιμάκτης: as name of month at Phocaea, Inscr.Prien.64 (ii B. C.).

Greek Monolingual

Μαιμακτήρ, -ῆρος και Μαιμάκτης, ὁ (Α)
ονομασία μήνα στη Φώκαια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μαιμάσσω «λαχταρώ, μαίνομαι, προκαλώ τρόμο» + επίθημα -τήρ].