Μαιμάκτης
English (LSJ)
Μαιμάκτου, ὁ, (μαιμάσσω) epithet of Zeus at Athens, boisterous, stormy, Harp., cf. Plu.2.458b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« l'impétueux, le violent », le dieu des tempêtes, du mauvais temps (Zeus).
Étymologie: μαιμάσσω.
Ant. Μειλίχιος.
Russian (Dvoretsky)
Μαιμάκτης: ου ὁ Мемакт, «Бурный» (эпитет Зевса) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Μαιμάκτης: -ου, ὁ, (μαιμάσσω) ἐπίθετ. τοῦ Διός, σφοδρός, λάβρος, θυελλώδης, εἰς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἐτελεῖτο ἐν Ἀθήναις ἡ ἑορτὴ κατὰ τὸν πρῶτον μῆνα τοῦ χειμῶνος (τὸν Μαιμακτηριῶνα), Ἁρποκρ.· ἀντίθετ. τῷ Μειλίχιος, κατὰ τὸν Πλούτ. 2. 458Β· - μαῖμαξ, ᾰκος, ὁ, ἡ, «ταραχώδης» ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ.· μαίμᾰκος, ον, παρ’ Ἀρκαδ. 51 (ἀμφίβ.), ἴδε μαίμακον· «τὸ χαλεπὸν καὶ δύσμαχον» παρὰ Φωτ.· Λοβ. Παραλ. 135, Παθολ. 315.
Greek Monolingual
Μαιμάκτης, ὁ (Α) μαιμάσσω
1. επίκληση του Διός στην Αθήνα
2. Μαιμακτήρ.
Greek Monotonic
Μαιμάκτης: -ου, (μαιμάσσω), επίθ. του Δία, ταραχώδης, θυελλώδης· προς τιμήν του διοργανώνονταν εορτή στην Αθήνα το μήνα Μαιμακτηριώνα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Μαιμάκτης, ου, ὁ, μαιμάσσω
epithet of Zeus, the boisterous, stormy, in whose honour a festival was held at Athens in the month Μαιμακτηριών, Plut.