Πρασσαῖος

From LSJ
Revision as of 12:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πρασσαῖος Medium diacritics: Πρασσαῖος Low diacritics: Πρασσαίος Capitals: ΠΡΑΣΣΑΙΟΣ
Transliteration A: Prassaîos Transliteration B: Prassaios Transliteration C: Prassaios Beta Code: *prassai=os

English (LSJ)

ὁ, mock-Ep. for Πρασαῖος( = πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v.l. ib. 232.

Russian (Dvoretsky)

Πρασσαῖος: ὁ Прассей, «Зеленый как порей» (имя лягушки) Batr.

Greek (Liddell-Scott)

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= πράσινος) ὁ ὡς τὸ πράσον πράσινος ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-φάγος, ον, ὁ τρώγων πράσα, αὐτόθι 229.

Greek Monotonic

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. αντί πρασαῖος (= πράσινος), πράσινος, όπως το πράσο, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

Πρασσαῖος, ὁ, [poetic for πρασαῖος] = πράσινος
leek-green, name of a frog, Batr.