εἱλικόμορφος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ον, (ἕλιξ) of twisted or spiral form, Opp.C.2.98.
Spanish (DGE)
(εἱλῐκόμορφος) -ον en forma de espiral κέρας Opp.C.2.98.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλικόμορφος: -ον, (ἕλιξ) ἑλικόμορφος, ἑλικοειδής, Ὀππ. Κ. 2. 98.
Greek Monolingual
εἱλικόμορφος, -ον (Α)
βλ. ελικόμορφος.