ψῆφος
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
Dor. ψᾶφος, Aeol. ψᾶφαξ, ἡ, gen. pl.
A ψηφάων Man.4.448: (ψάω):—a small round worn stone, pebble, ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O. 10(11).9; οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν ib.13.46; ψήφῳ μούνῃ διατετρανέεις, opp. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας, Hdt. 3.12; ψ. ἄμμου a grain of sand, LXXSi.18.10. 2 precious stone, gem, Philostr.VA3.27; esp. worn in a ring, Luc.DMeretr.9. II acc. to the various uses made of such pebbles: 1 pebble used for reckoning, counter, λογίζεσθαι ψήφοις calculate or reckon by abacus, cipher, Hdt.2.36, etc.: hence to reckon exactly or accurately, opp. ἀπὸ χειρὸς λ., Ar.V.656 (anap.); οὐ τιθεὶς ψήφους D.18.229; ἐν ψήφῳ λέγειν A.Ag.570; ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι E.Rh. 309: metaph., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν τὰς ἔχθρας καὶ τὰς φιλίας Plb.2.47.5: hence ψῆφος itself for a cipher, number, πὸτ ἄρτιον (sc. ἀριθμὸν) ποτθέμειν . . ψᾶφον Epich.170: pl., accounts, καθαραὶ ψ., where there is an exact balance, D.18.227; οἱ περὶ τὰς ψ. calculators, Alciphr.1.26; ψήφων ἄπειρος Plu.2.812e; δακτυλικὴ ψ. reckoning on the fingers, AP11.290 (Pall.); of astrological calculations, Vett.Val.10.15, al. b in Magic, κατέχων τὴν ψ. (i. e. the object on which the number is written) λέγε . . PMag.Par.1.1048, cf. 937. 2 pebble used for a draughts- or chess-man, Pl.R.487c; κύβος ἐν παιδιᾷ ψήφων Plu.2.427f. b pebble used by jugglers, ψηφάων παῖκται Man.4.448. 3 pebble used in divination, ἡ διὰ ψήφων μαντική Apollod.3.10.2. 4 cube used in mosaic pavements, Gal.Protr.8. 5 pebble used in voting, ψήφῳ ψηφίζεσθαι Hdt.9.55; ἐὰν μὴ τῇ ψ . . . ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι D.59.89: hence, the vote itself, ψῆφον φέρειν give one's vote, ἐν καρδίᾳ ψ. φέροντες A.Eu.680, cf. And.1.2, D.57.61, etc.; ὑπέρ τινος Lycurg.7; περί τινος Id.11, etc.; ψήφου φορά E.Supp.484; ψῆφον τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, Hdt.8.123, cf. 6.57; εἰς τεῦχος . . ψήφους ἔθεντο A.Ag.816; c. inf., Hdt.3.73; ψ. προσθέσθαι Th.1.40; ψήφῳ διαιρεῖν to determine by vote, A.Eu.630; ψήφῳ κρίνειν, Th.1.87, etc.; μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψ. Pl.Ap.36b, cf. Lex ap.D.21.47: in collect. sense, ἐχρῆν . . ψ. περὶ αὐτοῦ γενέσθαι a vote is taken, Antipho 5.47; ἡ καθαιροῦσα ψ. Lys.13.37; ἡ σῴζουσα ψ. D.19.66; οἷς ἂν πλείστη γένηται ψ. a majority of votes, Pl.Lg.759d: τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, of the president, Th.1.119, 125; ψῆφον δοῦναι περί τινος IG22.222.24, cf. D.21.188; ψ. ἀναδοὺς περί τινος App.BC1.100; so ψ. περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν D.19.65; διένεμον (vv. ll. διενέμοντο, ἔφερον) τὰς ψ. were casting their votes, Hdt.8.123; ὑπὸ ψήφου μιᾶς with one accord, Ar.Lys.270; ψ. φανερά open voting, ψ. φανερὰν διενεγκεῖν Th.4.74; τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τραπέζας τίθεσθαι Lys.13.37, cf. Pl.Lg.767d, 855d; opp. ψ. ἀφανής voting by ballot, Aeschin.3.233; κρύβδην τὴν ψ. φέρειν Arist. Rh.Al.1433a23, cf. 1424b2, Ath.69.1. b that which is carried by vote, a vote, ψ. καταγνώσεως a vote of condemnation, Th.3.82; ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὶ φυγῆς a vote of banishment was moved for against him, X.An.7.7.57, cf. A.Th.198; ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι Id.Supp.7 (anap.):—hence, c any resolve or decree, ψ. τυράννων S.Ant.60; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pi.O.7.87; διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς [the oak] gives judgement of itself, Id.P.4.265; ψ. φλεγυρὰ βροτῶν, i. e. public opinion, Cratin.57 (lyr.); τίν' ἂν ψῆφον θεῖο; what judgment . . ? Pl.Prt.330c, cf. R.450a; ἡ ἐμὴ ψ. Id.Phlb. 57a. d Ἀθηνᾶς ψ., calculus Minervae, prov. phrase to express acquittal, when the votes were even, Philostr.VS2.3. e ψ. is sts. omitted, κἂν ἴσαι γένωνται Ar.Ra.685 (lyr.); πάσαις κρατεῖν Luc.Bis Acc.18, cf. 22. f Διὸς ψῆφος (ψῆφοι Hsch.), prov. ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων, of the scene of contest betw. Athena and Poseidon, Suid., etc. g Κόννου ψ., negligible quantity, cipher, Ar.V.675 (anap.), cf. Κοννᾶς. 6 place of voting, tribunal, E.IT945, El. 1263. 7 metaph., influence, πόλις μεγάλην ψ. ἔχουσα Lib.Or.18.13.
German (Pape)
[Seite 1398] ἡ, ein Steinchen, bes. ein kleiner abgeriebener, geglätteter, gerundeter Stein, ein Kiesel, ein glattgeriebener Flußkiesel; Pind. ποντία, Ol. 13, 44; auch ein künstlich geglätteter, polirter Stein, 7, 87; dah. Steinchen zu Mosaikarbeiten, Sp., auch Edelstein, δακτυλική, im Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – Dergleichen Steinchen wurden aber bes. gebraucht – a) zum Zählen od. Rechnen; ἐν ψήφῳ λέγειν, anrechnen, Aesch. Ag. 556; στρατοῦ πλῆθος οὐδ' ἂν ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι δυναίμην Eur. Rhes. 369; Rechenpfennig, Zahlzeichen, Her. 2, 36; vgl. Euen. 16 (IX, 251); D. Sic. 12, 13; αἱ ἐπὶ τῶν ἀβακίων ψῆφοι Pol. 5, 26, 13; οἱ περὶ τὰς ψήφους, der Rechner od. Wechsler, Ath. VII, 305; Alciphr. 1, 26; καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die aufgeht, Dem. 18, 227. – b) der Stein im Brettspiel; – ψήφων παιδιά, Taschenspielerei, οὐκ ἐν ψήφοις, ἀλλ' ἐν λόγοις Plat. Rep. VI, 487 c. – c) ein Steinchen oder Loos, womit eine Art Wahrsagerei getrieben wurde, ἡ διὰ τῶν ψήφων μαντική, Heyne Apoll. 3, 10, 2. 9 p. 274. – d) am häufigsten bes. bei Att. das Steinchen, dessen man sich zum Abgeben der Stimme bediente, das man in die Stimmurne, ὑδρία warf, Her. 8, 123; dah. auch die Stimme selbst, die man bei Wahlen od. beim Abstimmen über Beschlüsse abgiebt, ψήφου φορά Eur. Suppl. 500; εἰς ψῆφον ἔρχεται πόλεμος, er kommt zur Abstimmung, Entscheidung, 497; ψῆφον φέρειν, seine Stimme abgeben, Aesch. Eum. 645, u. öfter; Eur.; in Prosa, Plat., Andoc. 1, 2, ὑπέρ τινος, Lycurg. 7. 147. 149, περί τινος, 11. 13; ψῆφον θέσθαι, Aesch. Ag. 790 Suppl. 631; οὐδὲ μετ' ἀρσένων ψῆφον ἔθεντο 634; Lycurg. 13. 128; vgl. Dem. 29, 4; aber bei Her. 8, 123 ist ψῆφον τίθεσθαι »sich selbst seine Stitume geben«; διαφέρειν, Aesch. 3, 198; προσθέσθαι τινί, zu Jemandes Gunsten stimmen, Dem. 57, 69; διδόναι δήμῳ τὴν ψῆφον, abstimmen lassen, 59, 90; τὴν ψῆφον ἐπάγειν, dasselbe, Thuc. 1, 119. 125; ψῆφος ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, es wird auf Verbannung gegen ihn angetragen, Xen. An. 7, 7,57; ψῆφος κατ' αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται Aesch. Spt. 181; ψήφῳ διαιρεῖν τοῦδε πράγματος πέρι Eum. 600; μή μ' ἁπλῇ κτάνῃς ψήφῳ, διπλῇ δέ, τῇ τ' ἐμῇ καὶ σῇ Soph. O. R. 607; Eur., der es sogar für Gerichtshof braucht, vom Areopag, I. T. 915; u. Ar., κατά τινος τὴν ψῆφον ἰχνεύειν Equ. 805, Schol. καταδικάσαι, ψήφῳ δακεῖν Ach. 354, Schol. οἷον καταδικάζειν; Plat. οἷς ἂν πλείστη γένηται ψῆφος, Legg. VI, 759 d; οὐ μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων XII, 948 a; νικᾷ γὰρ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ νόμος VII, 801 a; φανερὰ ψῆφος, offene Abstimmung, Xen. Hell. 2, 4,9; vgl. Thuc. 5, 74; ἄγειν ὑπὸ τὴν ὑμετέραν ψῆφον Dem. 59, 126; ἔρχεσθαι ὑπὸ τὴν τῶν δικαστηρίων ψῆφον Aesch. 3, 19; ὑποχείρι ον ἔχοντες τῇ ψήφῳ Lycurg. 115, wie ἔχειν ὑπὸ τῇ ψήφῳ 2; – übertr., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Pol. 2, 47, 5; – Abstimmung, ἐν μιᾷ ψήφῳ καὶ ἑνὶ ἀγῶνι Is. 6, 4; Stimmrecht, u. der durch Stimmenmehrheit gefaßte Beschluß, bes. einer Volksversammlung; aber auch τυράννων, Soph. Ant. 60, vgl. 628; übh. Urtheil, öffentliche Stimme, σὺ δὲ τίν' ἂν ψῆφον θεῖο Plat. Prot. 330 c; ψῆφος φλεγυρὰ βροτῶν Cratin. bei Ath. VIII, 344; – ψῆφοι ἱεραί sind heilige Bücher, Euen. 6 (XII, 172).