εὐθύγλωσσος
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
Att. εὐθύγλωττος, ον, straightforward, plain-spoken, Pi.P.2.86, Dam.Isid.23, Procop.Arc. 29.
German (Pape)
[Seite 1070] geradzüngig, ἀνήρ Pind. P. 2, 86, gerade herausredend, wahrhaft.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ παρρησίᾳ λέγων, εὐθυρρήμων, Πινδ. Π. 2. 157, Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
English (Slater)
εὐθῠγλωσσος of straightforward speech εὐθύγλωσσος ἀνὴρ (P. 2.86)
Greek Monolingual
εὐθύγλωσσος και εὐθύγλωττος, -ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με παρρησία, με ευθύτητα.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύγλωσσος: говорящий напрямик, прямой, искренний (ἀνήρ Pind.).