εὐπόλεμος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον, good at war, successful in war, Νίκη h.Mart.4; πόλις X.Vect.4.51 (Comp.), Oec.4.3; of warriors, APl.4.331 (Agath.). Adv. -μως skilfully, of an officer, D.C.78.38.
German (Pape)
[Seite 1089] gut, glücklich im Kriege; H. h. 7, 4; πόλις Xen. Vect. 4, 51; Sp., wie D. Cass.; Agath. 36 (Plan. 331); – τοὺς στρατιώτας εὐπολέμως διατάττειν D. Cass. 78, 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
habile ou heureux à la guerre.
Étymologie: εὖ, πόλεμος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπόλεμος: -ον, ἱκανός, ἄξιος, εὐδόκιμος ἐν πολέμῳ, Νίκη Ὁμ. Ὕμν. 7. 4· πόλις Ξεν. 4, 51, Οἰκ. 4, 3· ἐπὶ πολεμιστῶν, Ἀνθ. Πλαν. 5. 331: ― Ἐπίρρ. -μως, ἐμπειροπολέμως, ὁ μὲν Γάννυς καὶ τὰ στενὰ... σπουδῇ προκατέλαβε καὶ τοὺς στρατιώτας εὐπολέμως διέταξε Δίων Κ. 78. 38.
Greek Monolingual
εὐπόλεμος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, νικητής
2. (για πολεμιστές) ο άξιος, ο ικανός στον πόλεμο.
Greek Monotonic
εὐπόλεμος: -ον, καλός στον πόλεμο, αξιόμαχος, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐπόλεμος: воинственный, успешно воюющий (Νίκη HH; πόλις Xen.).
Middle Liddell
εὐ-πόλεμος, ον
good at war, successful in war, Hhymn., Xen.