εὔσκεπτος

From LSJ
Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσκεπτος Medium diacritics: εὔσκεπτος Low diacritics: εύσκεπτος Capitals: ΕΥΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eúskeptos Transliteration B: euskeptos Transliteration C: eyskeptos Beta Code: eu)/skeptos

English (LSJ)

ον, easy to examine, σκέψις Pl.Phlb.65d.

German (Pape)

[Seite 1098] leicht zu betrachten, σκέψις Plat. Phil. 65 d, die leicht anzustellende Untersuchung.

Russian (Dvoretsky)

εὔσκεπτος: легко поддающийся исследованию, не трудный (σκέψις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσκεπτος: -ον, εὐκόλως ἐξεταζόμενος, εὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην σκέψιν προβέβληκας Πλάτ. Φίληβ. 65D.

Greek Monolingual

εὔσκεπτος, -ον (Α)
αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιόσκεπτος, πολύσκεπτος].