εὐδιάω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
Ep. part. εὐδιόων, (εὔδιος) to be fair or be calm, of sea and weather, κόλπος A.R.2.371; (ἄνεμος) Opp.H.3.58; πάντῃ Διὸς -όωντος Arat.899; of persons, to enjoy fair weather, A.R.2.903.
German (Pape)
[Seite 1062] (vgl. εὐδία), still, heiter sein, nur partic. praes. bei sp. D.; vom Meere, ruhig sein, Ap. Rh. 2, 371 Opp. Cyn. 1, 13; von den Seefahrern, τέμνον πλόον εὐδιόωντες 1, 424; ἄνεμος εὐδιόων Hal. 3, 58; vom Vogel, der nicht die Flügel schwingt, sondern ruhig schwebt, εὐκήλοισιν εὐδιόων πτερύγεσσιν Ap. Rh. 2, 935. Vgl. εὐδιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάω: Ἐπικ. μετοχ. εὐδιόων (εὔδιος), εἶμαι γαλήνιος, ἐπὶ θαλάσσης καὶ καιροῦ, κόλπῳ ἐν εὐδιόωντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 371· ἄνεμος… ὅς κεν ἄῃσιν ἤπιος, εὐδιόων Ὁππ. Ἁλ. 3. 58, πρβλ. Ἄρατ. 899· ἐπὶ θαλασσοπλοούντων, πλέω μὲ οὔριον ἄνεμον, Ἀπολλ. Ροδ. Β. 903· πρβλ. διαύω.