οἰκτροκέλευθος

From LSJ
Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτροκέλευθος Medium diacritics: οἰκτροκέλευθος Low diacritics: οικτροκέλευθος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: oiktrokéleuthos Transliteration B: oiktrokeleuthos Transliteration C: oiktrokelefthos Beta Code: oi)ktroke/leuqos

English (LSJ)

ον, going a wretched journey, Man.4.222.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτροκέλευθος: -ον, ὁ οἰκτρὰν ὁδὸν πορευόμενος, ἀθλίαν ὁδοιπορίαν ἐκτελῶν, Μανέθων 4. 222.

Greek Monolingual

οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξο-κέλευθος)].

German (Pape)

einen elenden Weg, eine elende Reise habend, Maneth. 4.222.