τανήλοφος
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
τανήλοφον, long-necked, with a long dome or top, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1067] mit langem Halse, langer Kuppe, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνήλοφος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει μακρύ λαιμό ή αυτός που έχει ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πιθ. αντί του τ. τανύλοφος).