τεκνοσπόρος
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
τεκνοσπόρον, begetting children, Aristid. Quint.3.21, Man.4.597, 6.540.
German (Pape)
[Seite 1083] Kinder säend, erzeugend, Maneth. 4, 597.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων τέκνα, τεκνοποιῶν, τεκνογόνος, Μανέθων 4. 597., 6. 540.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σπέρνει παιδιά, που γονιμοποιεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. παιδοσπόρος.