τλησίπονος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ον, patient of toil, Opp.C.4.4, H.1.35.
German (Pape)
[Seite 1123] Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
τλησίπονος: -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, καρτερικός, Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλησίπονος· τολμηρός, καρτερικός».
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος)].