τρίστοος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ον, possessing a triple colonnade, IGRom.4.662 (Acmonia).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει τρεις στοές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στοος (< στοά), πρβλ. τετράστοος].