τραπεζοποιία
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ἡ, table-making, Str.4.6.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.
Greek Monotonic
τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.