τροπολογία
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
ἡ, = moralis intelligentia, Gloss.
Russian (Dvoretsky)
τροπολογία: ἡ рит. изобилующая тропами речь.
Greek (Liddell-Scott)
τροπολογία: ἡ, ἡ διὰ τροπικῶν λέξεων ἔκφρασις, ἀλληγορία, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 540, Φωτ. Βιβλιοθ. 161. 26.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τροπολογῶ
νεοελλ.
1. τροποποίηση της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος
2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις
μσν.-αρχ.
αλληγορική, μεταφορική έκφραση.