ἀρτιγενής
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ές, just born or made, Nic.Al.357, Ael.NA4.34, Sor.1.87.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐγενής) -ές
1 recién nacido, βρέφος Nic.Al.357, Sch.A.Th.330-331, σκύμνοι Ael.NA 4.34, cf. Sor.65.12, Dsc.4.142, βοῦς Euagr.Schol.HE 5.8
•subst., Gal.9.18, Corp.Herm.18.12, 13.5.
2 de cosas recién creado τῶν ἐπιγραμμάτων τὰ ἀρτιγενῆ Agath.praef.8.
German (Pape)
[Seite 361] ές, jüngst geboren, entstanden, Nic. Al. 355; Ael. N. A. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιγενής: -ές, ὁ μόλις γεννηθεὶς ἢ ποιηθείς, Νικ. Ἁλ. 357, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, γένος.
Greek Monolingual
ἀρτιγενής, -ές (Α)
αυτός που μόλις γεννήθηκε ή έγινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γενής < γένος (πρβλ. αειγενής, αιθρηγενής)].