ἀσκόπευτος

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκόπευτος Medium diacritics: ἀσκόπευτος Low diacritics: ασκόπευτος Capitals: ΑΣΚΟΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askópeutos Transliteration B: askopeutos Transliteration C: askopeftos Beta Code: a)sko/peutos

English (LSJ)

ον, free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος