ἀφαρμάκευτος
English (LSJ)
[μᾰ], ον, without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 no medicado, no purgado de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.Acut.(Sp.) 27.
2 que no utiliza fármacos ἰατρὸς ἀ. ὁ δεσπότης Χριστός Bas.Sel.Or.M.85.373A
•neutr. plu. como adv. sin fármacos o tintes, naturalmente (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.
German (Pape)
[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀφαρμάκευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε
2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό
2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» — χωρίς βαφές ή καλλυντικά.