ἰσόχειρ
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, ambidextrous, Philostr. Gym.41.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσοδύναμιν χεῖρά τινι, περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἰσόχειρ τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. περὶ Ἁγ. Τριάδ. σ. 578.
Greek Monolingual
ἰσόχειρ, -ρος, ό, ἡ (Α)
(για τον Χριστό) αυτός που έχει ίση δύναμη με κάποιον («ἰσόχειρ τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρί», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + χείρ.