Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: ὀλβιστήρ | Medium diacritics: ὀλβιστήρ | Low diacritics: ολβιστήρ | Capitals: ΟΛΒΙΣΤΗΡ |
Transliteration A: olbistḗr | Transliteration B: olbistēr | Transliteration C: olvistir | Beta Code: o)lbisth/r |
ῆρος, ὁ, one who makes prosperous, Dioscorus in PLit.Lond.981i7 (pl.).
ὀλβιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο, που παρέχει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλβίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομιστήρ)].