ὀριτρεφής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὀριτρεφές, and ὀρίτροφος, ον, v. ὀρειτρεφής.
German (Pape)
[Seite 378] u. ὀρίτροφος, = ὀρειτρεφής, ὀρείτροφος, Babr. 106, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀριτρεφής: -ές, ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων τρεφόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 34, Τρυφιόδ. 193˙ οὕτως ὀρίτροφος, ον, Βατραχομυομ. 106. 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 12.
Greek Monolingual
ὀριτρεφής, -ές (Α)
βλ. ορειτρεφής.