ὀμματουργός
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
όν, = ὀμματοποιός, Iamb.Protr.21.γ.
German (Pape)
[Seite 332] = ὀμματοποιός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὀμματοποιός, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 328 Kiessl.
Greek Monolingual
ὀμματουργός, -όν (Α)
ομματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].