ὀφθαλμοκλέπτης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ὀφθαλμοκλέπτου, ὁ, stealer of the eye (viz. Perseus), Tz.ad Lyc.843.
Greek Monolingual
ὀφθαλμοκλέπτης, ὁ (Μ)
(για τον Περσέα) κλέφτης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + κλέπτης.