ὁδεύσιμος
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
English (LSJ)
ον, passable, practicable, Id.11.7.5, Max. Tyr.39.3, Gloss.
German (Pape)
[Seite 292] wegbar, gangbar, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδεύσιμος: -ον, διαβατός, Στράβ. 510.
Greek Monolingual
ὁδεύσιμος, -η, -ον (Α) όδευσις
διαβατός, βατός.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny