μεσόνεοι
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ων, οἱ, rowers amidships, who had the longest oars, Arist.Mech.850b10, IG12(1).43 (Rhodes, i B. C.):—hence κώπη μεσονέως (prob. for μέσον νεώς), Arist.PA687b18.
German (Pape)
[Seite 139] οἱ, heißen auf den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren die Ruderer auf der mittleren Bank, vgl. θαλαμίτης u. θρανίτης, Arist. mechan. 4. – Aber κώπη μεσόνεως Arist. part. an. 4, 10 ist f. L. für μέσον νεώς.
Russian (Dvoretsky)
μεσόνεοι: οἱ средние гребцы (которые, в отличие от θαλαμῖται и θρανῖται, работали самыми длинными веслами: οἱ μ. μάλιστα τὴν ναῦν κινοῦσιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσόνεοι: -ων, οἱ, οἱ κωπηλατοῦντες ἐν τῷ μέσῳ νεώς, οἵτινες εἶχον τὰς μακροτάτας κώπας, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 1, πρβλ. Γαλην. 4. 312· - ἐντεῦθεν ὁ Schneid. διορθοῖ κώπη μεσόνεως ἀντὶ κώπη μέσον νεὼς ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 27.
Greek Monolingual
μεσόνεοι, οἱ (Α)
οι κωπηλάτες που κάθονταν στο μέσο του πλοίου και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πολύ μακριά κουπιά («διὰ τί οἱ μεσόνεοι μάλιστα τὴν ναῡν κινοῦσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ναῦς, νεώς.