κρύβδα
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Adv., (κρύπτω) A without the knowledge of, c. gen., κ. Διός Il.18.168; Ὀρέστου κ. A.Ch.177. 2 abs., secretly, Pi.P.4.114.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
secrètement, en cachette : κρύβδα τινός IL à l'insu de qqn.
Étymologie: cf. κρύβδην.
Greek (Liddell-Scott)
κρύβδᾰ: Ἐπιρρ. (κρύπτω) κρυφίως, ἄνευ τῆς γνώσεώς τινος, κρύβδα Διός, Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ κρύβδην, κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κρύβδᾰ secretly “κρύβδα πέμπον (sc. με) σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (byz.: κρύβδαν codd.) (P. 4.114)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κρύβδᾰ: επίρρ. (κρύπ-τω),
1. χωρίς τη γνώση του, κρύβδα Διός, Λατ. clam Fove, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., όπως το κρύβδην, κρυφά, μυστικά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κρύβδᾰ:
I adv. тайком, втайне: Ὀρέστου κ. δῶρον Aesch. тайное подношение Ореста.
II в знач. praep. cum gen. тайком от, втайне от, без ведома (Διός Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρύβδα [κρύπτω] adv., heimelijk; met gen. buiten medeweten van.
Middle Liddell
κρύπτω
1. without the knowledge of, κρύβδα Διός, Lat. clam Jove, Il.
2. absol., like κρύβδην, secretly, Pind.