περιπροχέω

From LSJ
Revision as of 11:05, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

German (Pape)

[Seite 589] (s. χέω), darum, darüber ausgießen, überströmen, Il. 14, 316.

French (Bailly abrégé)

part. ao. περιπροχυθείς;
se répandre dans l'âme.
Étymologie: περί, προχέω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part., περιπροχυθείς, pouring in a flood over, Il. 14.316†.

Greek Monolingual

Α
(κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι
χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»].