ἐπιγραμμάτιον
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.
German (Pape)
[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.
Greek Monolingual
ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
ἐπιγραμμάτιον: τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγραμμάτιον: τό небольшое стихотворение из элегических двустиший Plut.
Middle Liddell
ἐπιγραμμάτιον, ου, τό, [Dim. of ἐπίγραμμα, Plut.]