θηριότης

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριότης Medium diacritics: θηριότης Low diacritics: θηριότης Capitals: ΘΗΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: thēriótēs Transliteration B: thēriotēs Transliteration C: thiriotis Beta Code: qhrio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, brutality, Arist.EN1145a17, Metop. ap. Stob.3.1.115.

German (Pape)

[Seite 1210] ητος, ἡ, das thierische Wesen, Arist. Eth. 7, 1, im Ggstz der θεία ἀρετή.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nature de bête sauvage, sauvagerie, brutalité.
Étymologie: θηρίον.

Greek (Liddell-Scott)

θηριότης: -ητος, ἡ, ἡ φύσις τοῦ θηρίου, ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1, Μέτωπος Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 10. 11.

Greek Monolingual

θηριότης, ἡ (Α) θηρίο
1. η φύση του θηρίου, η αγριότητα
2. μτφ. κτηνωδία.

Greek Monotonic

θηριότης: -ητος, ἡ, ζωώδης φύση, αγριότητα, κτηνωδία, θηρωδία, βαναυσότητα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θηριότης: ητος ἡ звериная порода, дикость, грубость Arst.

Middle Liddell

θηριότης, ητος, [from θηρίον
the nature of a beast, brutality, Arist.