συνεκκλίνω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
[ῑ], decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.
Greek Monolingual
Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.
German (Pape)
[ῑ], mit od. zugleich ausbeugen, DS