δαφνῖτις
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A = ἄχυ, Dsc.1.13, Gal.14.72.
II = χαμαιδάφνη, Ps.-Dsc.4.147.
III = δαφνοειδές, ib.146.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
• Alolema(s): lat. daphnidis Plin.HN 12.98
bot.
1 adelfilla, lauréola macho, Daphne laureola L., Ps.Dsc.4.146, cf. δαφνοειδής II 1.
2 prob. vinca, Vinca minor L., o quizá confusión c. el laurel alejandrino, Ruscus hypophyllum L., Ps.Dsc.4.147, cf. χαμαιδάφνη.
3 cierta clase de casia semejante al laurel, Dsc.1.13, Damocr. en Gal.13.224, 14.72, Plin.l.c., Scrib.Larg.152, 269, Hippiatr.22.16.
German (Pape)
[Seite 525] ιδος, ἡ, fem. zum vorigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος κασίας, Διοσκ. 1, 12.
Greek Monolingual
η (Α δαφνῑτις) δάφνη
ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας ανακαρδιίδες.