δυσάγκριτος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
poet. for δυσανάκριτος.
Spanish (DGE)
(δυσάγκρῐτος) -ον de sentido incierto πόνοι A.Supp.126.
German (Pape)
[Seite 674] p. = δυσανάκριτος, schwer zu unterscheiden, Aesch. Suppl. 119, Schol. δυσδιάγνωστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à discerner.
Étymologie: δυσ-, ἀνακρίνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσάγκρῐτος: досл. трудно различимый, перен. неразрешимый, безысходный (πόνοι - v.l. πνόοι Aesch.).