δυσμικός

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμικός Medium diacritics: δυσμικός Low diacritics: δυσμικός Capitals: ΔΥΣΜΙΚΟΣ
Transliteration A: dysmikós Transliteration B: dysmikos Transliteration C: dysmikos Beta Code: dusmiko/s

English (LSJ)

δυσμική, δυσμικόν, (δυσμή) = δυτικός, western, Str.2.5.11, Hld.8.15: Comp., Str.2.1.34, Ptol.Alm.2.13, Theo Sm.p.137 H.: Sup., Str. 2.1.32, Ptol.Geog.2.3.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
occidental τὰ δυσμικὰ μέρη Str.2.5.11, πλευρά Str.14.5.22, 14.6.4, Ptol.Geog.2.6.1, παράπλους Str.14.6.3, τόπος Ptol.Alm.2.13, στοά IStratonikeia 653.4 (I d.C.), MAMA 8.498.17 (II d.C.), cf. Theo Sm.137, τὸ δυσμικώτατον σημεῖον el punto más occidental Str.2.1.32, ἀπὸ τῶν δυσμικωτέρων desde el oeste Hld.8.15.1, cf. Str.2.1.34, ref. a pueblos, Ptol.Geog.2.3.11, 12, ὁ δ(ιὰ) Ῥώμης μεσημβρινὸς δυσμικώτερός ἐστι τοῦ δ(ι') Ἀλεξανδρείας μεσημβρινοῦ POxy.Astr.4142.2.2.14 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 684] abendlich, westlich; Strab. II p. 85 u. öfter; Heliod. 8, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμικός: -ή, -όν, (δυσμή) = δυτικός, Στράβων 85, Ἡλιόδ. 8. 15· ὑπερθ. -ώτατος, Πτολ. Γεωγρ. 2. 3, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δυσμικός, -ή, -όν)
δυτικός
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι δυσμικές
πνεύματα του δειλινού, ονομασία ξωτικών.