γογγρώνη
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, excrescence on the neck, Hp.Epid.6.3.6, Gal.17 (2).38. (cf. γόγγρος II.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Morfología: [ac. sg. γόγγρωνα Hp. en Gal.19.91]
medic. excrecencia en el cuello Hp.Epid.6.3.6, Hp. en Gal.19.91, Erot.Fr.29, Gal.17(2).38.
German (Pape)
[Seite 500] ἡ, Auswuchs am Halse, Kropf, Hippocr.; an Bäumen, Galen. S. γόγγρος.
Greek (Liddell-Scott)
γογγρώνη: ἡ, ἀπόστημά τι κατὰ τὸν τράχηλον, Ἱππ. 1175C· πρβλ. γόγγρος ΙΙ.
Greek Monolingual
γογγρώνη, η (Α) γόγγρος
απόστημα στον λαιμό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γογγρώνη -ης, ἡ uitwas of tumor in de nek. Hp.