βροτήσιος
English (LSJ)
α, ον, = βρότειος (mortal, human, of mortal mould), ἔργα Hes. Op. 773 ; ἀνήρ Pi. P. 5.3 ; δέμας Id. Pae. 6.79 ; μορφή E. Ba. 4, Or. 271 ; φθογγή Lyc. 1321 ; in late Prose, β. γένος PMasp. 151.18 (vi AD).
Spanish (DGE)
-α, -ον
mortal, humano ἔργα Hes.Op.773, φῦλα Alcm.106, ἀνήρ Pi.P.5.3, δέμας Pi.Fr.52f.79, μορφή E.Ba.4, χείρ E.Or.271, θύματα E.IA 1524, φθογγή Lyc.1321, γένος PMasp.151.18 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 465] dass., ἔργα Hes. O. 771; ἀνήρ Pind. P. 5, 3; χείρ Eur. Or. 271; μορφή Baoch. 4.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτήσιος -α -ον, van stervelingen, menselijk.
Russian (Dvoretsky)
βροτήσιος: Hes., Pind., Eur., Plut. = βρότειος.
English (Slater)
βροτήσιος
1 mortal ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ πότμου παραδόντος αὐτὸν (= πλοῦτον) ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν (P. 5.3) Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαϊ θεός (Pae. 6.79)
Greek Monolingual
βροτήσιος -α, -ον (Α)
ο βρότειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -ήσιος (πρβλ. φιλοτήσιος)].
Greek Monotonic
βροτήσιος: -α, -ον = βρότειος, σε Ησίοδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βροτήσιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 771, Εὐρ. Βάκχ. 4.
English (Woodhouse)
(see also: βρότειος) human, moral, mortal, of mortals