διατρέχω
English (LSJ)
aor.
A -έδρᾰμον Od.3.177, etc., also -έθρεξα Call.Lav. Pall.23, AP5.225 (Paul. Sil.):—run across or over, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Od.l.c.; τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; 5.100; ἀτρεμίζων καὶ μὴ διατρέχων Antipho3.2.5; pass through, διὰ τῆς πόλεως Sammelb.3924.26 (i A.D.). 2 metaph., run through, τὸν βίον Pl.Lg.802a; τὰ ἡδέα X.Mem.2.1.31; δ. τὸν λόγον get to the end of it, Pl.Phdr.237a. II abs., run about, δ. εἰς ἀγρόν Ar.Pax 536, cf. Men.Epit.245; διατρέχοντες ἀστέρες Ar.Pax838; νεφέλαι διέδραμον Theoc.22.20: metaph., run through, spread, ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp.Com.1.16; δ. σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός Plu.Alex.68; θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Id.Pyrrh.13. 2 of Time, pass away, Hdn.2.6.3. 3 δ. εἰς .. come quite to... Hp.Int. 39; δ. μέχρι penetrate to... Plu.Pyrrh. 24; πρὸς τὴν οἰκονομίαν PGiss. 79ii4 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 607] (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοθέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέθρεξα Call. Lav. Pall. 23.