ἀνεπίστροφος

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίστροφος Medium diacritics: ἀνεπίστροφος Low diacritics: ανεπίστροφος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anepístrophos Transliteration B: anepistrophos Transliteration C: anepistrofos Beta Code: a)nepi/strofos

English (LSJ)

ἀνεπίστροφον,
A = ἀνεπίστρεπτος, αὐχήν Ar.Byz.Epit.100.10; ἀ. πρός τι Simp.in de An.79.5; τινός Eustr.in EN110.2; ἀ. τι ἔχειν to be inattentive to, Sophon. in de An.20.34. Adv. ἀνεπιστρόφως dub. in Hdn. 7.10.4; ἀ. κρέμασθαι, of a bat, Trypho Trop.1.4.
2 not capable of inversion, Procl.Inst.44.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se vuelve, αὐχήν Ar.Byz.Epit.100.10, εἰ γὰρ τῇ μὲν ἐνεργείᾳ δύναται ἐπιστρέφεσθαι πρὸς ἑαυτό, τῇ δὲ οὐσίᾳ ἀνεπίστροφον ὑπάρχοι pues si pudiera por su actividad volverse sobre sí mismo, pero por su esencia resultara incapaz de reversión Procl.Inst.44
fig. desdeñoso, indiferente πρὸς τὰ κρείττω Simp.in de An.79.5, τὰς περὶ τὸ σῶμα ἐνεργείας ἀνεπιστρόφους Sophon.in de An.20.34, ἀνεπιστρόφῳ τῶν χειρόνων ψυχῇ Eustr.in EN 110.2.
2 que no se vuelve atrás fig. inflexible ἐπὶ τοῦ συντόνου καὶ ἀνεπιστρόφου con (espíritu) vehemente e inflexible Dion.Ar.CH M.3.144A.
3 de donde no hay retorno οἰκία μοι νεκύων ἀνεπίστροφα IMEG 33.23 (II d.C.).
II adv.
1 sin volverse, indiferentemente ἀ. κρέμασθαι Trypho Trop.p.194.
2 inflexiblemente ἀ. ἄρξας Hdn.7.10.4, ἀ. καὶ ἀκλινῶς πορευόμενοι Dion.Ar.CH M.3.337C.

German (Pape)

[Seite 225] = ἀνεπίστρεπτος, Sp.; auch adv., Herodian. 7. 10, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίστροφος: -ον, = ἀνεπίστρεπτος, Φωτ. Βιβλ. 544. 3· τινὸς Εὐστ. Πονημάτ. 134. 2, κτλ. - Ἐπίρρ. -φως, ἀμφ. παρ’ Ἡρωδιαν. 7. 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπίστροφος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν πρόκειται να επιστραφεί (για χρήματα)
μσν.
πείσμων, αμετατόπιστος
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν γυρίζει προς τα πίσω
αρχ.
ο αμελής, ο αδιάφορος.