ἀσκαλώπας
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ὁ, prob. woodcock, Scolopax ruricola, Arist.HA617b23.
Spanish (DGE)
ὁ
orn. becada, Scolopax rusticola Arist.HA 617b23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαλώπας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ ὅπερ ὁ Ἀριστοτέλης (Ἱστ. Ζ. 9. 26) περιγράφει λεπτομερῶς ὡς ἑξῆς: ἀσκαλώπας δ’ ἐν τοῖς κήποις ἁλίσκεται ἕρκεσιν· τὸ μέγεθος ὅσον ἀλεκτορίς, τὸ ῥύγχος μακρόν, τὸ χρῶμα ὅμοιον ἀτταγῆνι· τρέχει δὲ ταχὺ καὶ φιλάνθρωπόν ἐστιν ἐπιεικῶς. - ἐν Κρήτῃ τανῦν εἶδος γλαυκὸς ὀνομάζεται σκλῶπα.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκᾰλώπας: ου ὁ предполож. бекас или кулик (Scolopax gallinago, phaeopus или rusticola) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: woodcock, Scolopax ruricola (rusticola?) (Arist.)
Other forms: ending with long α?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. identical with σκολόπαξ. A substr. word with typical variations.