ἁλάτιον

From LSJ
Revision as of 14:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλάτιον Medium diacritics: ἁλάτιον Low diacritics: αλάτιον Capitals: ΑΛΑΤΙΟΝ
Transliteration A: halátion Transliteration B: halation Transliteration C: alation Beta Code: a(la/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἅλας, Aesop.322b, Aët. 3.109.

Spanish (DGE)

-ου, τό
medic. dosis de sal como remedio medicinal ἁλάτια πεπτικά Alex.Trall.2.577.1, ἁ. ὑπακτικά Aët.3.110, ἁ. καθαρτικά Paul.Aeg.7.5.12, cf. IG 42.123.60 (III a.C.), Alex.Trall.1.399.11.

German (Pape)

[Seite 90] τό, eigtl. dim. von ἅλας, Salz, Aes. fab. 122; auch ein Arzneimittel.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu de sel.
Étymologie: ἅλας.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλας, Αἴσωπ., πρβλ. τὸ τῆς κοιν. «ἁλάτι.»

Greek Monolingual

ἁλάτιον, το (AM)
υποκορ. του ἅλας. 1. αλατάκι
2. φάρμακο (με βάση το αλάτι) εναντίον της αμβλυωπίας.

Greek Monotonic

ἁλάτιον: τό, υποκορ. του ἅλας, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

[Dim. of ἅλας, salt, Aesop.]