εἰνοσίφυλλος

From LSJ
Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰνοσίφυλλος Medium diacritics: εἰνοσίφυλλος Low diacritics: εινοσίφυλλος Capitals: ΕΙΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: einosíphyllos Transliteration B: einosiphyllos Transliteration C: einosifyllos Beta Code: ei)nosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἔνοσις) with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.

Spanish (DGE)

v. ἐνοσίφυλλος.

German (Pape)

[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.

Greek (Liddell-Scott)

εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epithet of wooded mountains.

Greek Monolingual

εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.

Greek Monotonic

εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰνοσίφυλλος: досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый (Πήλιον Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. ἔνοσις.

Middle Liddell

ἔνοσις
with quivering foliage, Il.

Frisk Etymology German

εἰνοσίφυλλος: {einosíphullos}
See also: s. ἔνοσις.
Page 1,464