ἐλλειπασμός
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
econ. falta, adeudo en el pago de impuestos τοὺς τῶν ἐξισωτῶν ἀπαλείψει ἐλλειπασμούς borrará (del registro) los adeudos de los inspectores Luc.Philopatr.20.
German (Pape)
[Seite 800] ὁ, dasselbe, Luc. Philop. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἔλλειμμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλειπασμός: πλημμελ. γρ. ἀντὶ -λοιπασμός, ἴδε τὴν λέξιν.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλειπασμός: ὁ Luc. = ἔλλειμα 3.