ἐξανεμίζω

From LSJ
Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰνεμίζω Medium diacritics: ἐξανεμίζω Low diacritics: εξανεμίζω Capitals: ΕΞΑΝΕΜΙΖΩ
Transliteration A: exanemízō Transliteration B: exanemizō Transliteration C: eksanemizo Beta Code: e)canemi/zw

English (LSJ)

strengthened for ἀνεμίζω, Sch.Il.20.440.

Spanish (DGE)

hacer que se levante el viento, levantar viento τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.Il.20.440a.

German (Pape)

[Seite 869] auslüften, Erkl. von ψύχω, Schol. Il. 20, 440.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανεμίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.

Greek Monolingual

και ξανεμίζωἐξανεμίζω και ξανεμίζω)
1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)
2. (για μαλλιά) ανεμίζω
3. κινώ στον άνεμο
μσν.
(αμτβ.) πέρδομαι.