ἄδρεπτος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον, unplucked, A.Supp.663 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον no cortado ἥβας δ' ἄνθος ἄ. A.Supp.663.
German (Pape)
[Seite 37] zu pflücken, ἥβας ἄνθος ἔςτω Aesch-Suppl. 649.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut cueillir.
Étymologie: ἀ, δρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδρεπτος: -ον, ὁ μὴ δρεφθείς, ἀτρύγητος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 663 (λυρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἄδρεπτος: несрываемый: ἥβας ἄνθος ἄδρεπτον ἔστω Aesch. пусть цвет юности останется нетронутым (войной).